αμέρωτος

αμέρωτος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Τρεις μέρες χαροπαλεύαμε κι η θάλασσα αμέρωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμέρωτος — η, ο [μερώνω] ο αμέρευτος* …   Dictionary of Greek

  • αλάρωτος — η, ο [λαρώνω] 1. αμέρωτος, ακαλμάριστος, ανήσυχος, απαρηγόρητος 2. αγιάτρευτος, ανίατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”